rancidity$66706$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

rancidity$66706$ - translation to ελληνικό

CONVERSION OF FATS AND OILS INTO FOUL-TASTING OR -SMELLING SUBSTANCES
Rancidity; Rancid fat; Rancimat method; Oxidized fats
  • free radical]] pathway for the first phase of the oxidative rancidification of fats.

rancidity      
n. ταγγάδα, τσαγγάδα

Ορισμός

Rancidity
·noun The quality or state of being rancid; a rancid scent or flavor, as of old oil.

Βικιπαίδεια

Rancidification

Rancidification is the process of complete or incomplete autoxidation or hydrolysis of fats and oils when exposed to air, light, moisture, or bacterial action, producing short-chain aldehydes, ketones and free fatty acids.

When these processes occur in food, undesirable odors and flavors can result. In processed meats, these flavors are collectively known as warmed-over flavor. In certain cases, however, the flavors can be desirable (as in aged cheeses).

Rancidification can also detract from the nutritional value of food, as some vitamins are sensitive to oxidation. Similar to rancidification, oxidative degradation also occurs in other hydrocarbons, such as lubricating oils, fuels, and mechanical cutting fluids.